δνόφεος

δνόφεος
δνόφεος, -ον (Α) [δνόφος]
ο δνοφερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δνόφεον — δνοφέος masc acc sg δνοφέος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δνοφέη — δνοφέος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δνοφέοις — δνοφέος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δνόφος — δνόφος, ο (Α) σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ομοιότητα με τα ζόφος, κνέφας, ψέφας πιθ. δεν είναι συμπτωματική. ΠΑΡ. αρχ. δνόφεος, δνοφερός, δνοφόεις, δνοφούμαι, δνοφώδης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”